Τρίτη 12 Απριλίου 2011

«Δεν θέλω να τους πληγώσω»

«Δεν θέλω να τους πληγώσω»

Σε μια απολαυστική και εκ βαθέων συνέντευξη ο Τζιμπρίλ Σισέ μίλησε για την τρελή αγάπη που έχει με τον κόσμο του Παναθηναϊκού, την ζωή του, το παρελθόν και το μέλλον του!
Αναλυτικά η συνέντευξη του Σισέ στο «GOAL Κύπρου» όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε:
Καθόμαστε σε μια παραλιακή καφετέρια της Βουλιαγμένης -«Ησυχο μέρος και αριστοκρατικό. Μόνο καλός κόσμος πάει εκεί», όπως είπε και ο ταξιτζής. Δίπλα, ή καλύτερα ακριβώς από κάτω, είναι η θάλασσα, τη βρίσκω ασυνήθιστα ήρεμη σ’ αυτό το σκηνικό με το έντονο κοντράστ, αφού λίγο πιο κάτω φαίνονται βουνά χιονισμένα κι εμείς μέσα σκάμε απ’ την πολλή ζέστη.
Στο τραπεζάκι έχει παρατήσει ένα μπρελόκ με κάμποσα κλειδιά, δύο κινητά κι ένα ζευγάρι μαύρα τεράστια τετράγωνα γυαλιά ηλίου. Φοράει μαύρη αθλητική φόρμα, φούτερ με ανοικτό zip -μου κάνουν εντύπωση οι τεράστιοι ώμοι του!- και τρέινερς Adidas, από συλλεκτική σειρά. Στο δεξί χέρι φοράει δύο τεράστια δακτυλίδια και στο αριστερό ένα, αλλά αυτό το κόβω σε XXL τιμή. Είναι χαλαρός, είναι αξύριστος, πίνει ζεστή σοκολάτα και θαυμάζει τον καιρό.
«Κοίτα, είναι ακόμη Μάρτιος!», λέει και αφήνει το βλέμμα να ξεφύγει πιο πέρα απ’ την ολόφωτη τζαμαρία. «Ναι, νιώθω όμορφα εδώ», απαντάει όταν τον ρωτάω αν του αρέσει η ζωή στην Ελλάδα. Με το «εδώ» καταλαβαίνω πως εννοεί και την Αθήνα και τον Παναθηναϊκό μαζί.
Πλησιάζει ένας τύπος, του απλώνει το χέρι κι εκείνος ανταποδίδει με αντρίκια χειραψία. «Stay…», του λέει ο άγνωστος πριν απομακρυνθεί. Αυτό το σκηνικό, με αγνώστους να πλησιάζουν και να ξεστομίζουν «stay» με χειραψίες, θα επαναληφθεί κάμποσες φορές στη διάρκεια της συνέντευξης. «Είπες πως θέλεις να φύγεις στο τέλος της σεζόν…», ρίχνω άτσαλα το γάντι στο τραπέζι, μιας και βρήκα νωρίς την αφορμή.
«Κοίτα, είναι αλήθεια πως κάποτε, εν βρασμώ ψυχής, λέμε πράγματα. Ίσως θα έπρεπε να περιμένω το σκεφτώ καλά, πριν μιλήσω. Ξέρω ότι η δήλωση μου προκάλεσε πόνο στους οπαδούς κι εγώ δεν είμαι εδώ για να πληγώνω τον κόσμο». Δεν είμαι σίγουρη αν το σήκωσε. «Θες να πεις ότι αυτή η αγάπη που μοιράζεσαι με τον κόσμο είναι ικανή για να σε κρατήσει τελικά;», δοκιμάζω μια δεύτερη ευκαιρία. «Θα το σκεφτώ. Θα δούμε. Έχουμε πολλά ματς ακόμη μέχρι το τέλος της σεζόν. Πρέπει να προκριθούμε για τα play-off, μετά να νικήσουμε στα play-offs για να πάρουμε μετά την πρόκριση για το Champions League. Αυτά σκέφτομαι προς το παρόν. Το ξέρω πως ό,τι έχει ειπωθεί, έχει ειπωθεί. Θα τα ξαναπούμε αργότερα, το καλοκαίρι».
Είναι φανερό πως η όλη ιστορία τον έχει προβληματίσει και κρίνω πως είναι νωρίς ακόμη για να τον «στριμώξω». Αλλά δεν κρατιέμαι και του αναφέρω πως γράφονται ήδη διάφορα ονόματα ξένων ομάδων που είναι έτοιμες να τ’ ακουμπήσουν χοντρά για την πάρτη του. «Εγώ δεν έχω ακούσει τίποτε. Οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού ήταν πάντα ευθείς μαζί μου κι έτσι θα είμαι κι εγώ απέναντί τους. Πριν το τέλος της σεζόν δεν συζητώ με καμία ομάδα». Προσέχω πως όταν μιλάει για τον Παναθηναϊκό, τη διοίκηση, τους οπαδούς, έχει μια οικειότητα, μια ζεστασιά η φωνή του.
«Όχι, δεν ήταν δύσκολη απόφαση να έρθω στην Ελλάδα. Βρισκόμουν στην Αγγλία τότε και ήρθαν μέχρι εκεί, ειδικά για μένα, για να μου μιλήσουν, να με πείσουν. Ήταν φανερό ότι με ήθελαν πραγματικά. Με άγγιξε αυτό». Του θυμίζω την υποδοχή που του επεφύλαξαν οι οπαδοί στο Ελευθέριος Βενιζέλος και μονομιάς του φεύγει ένα πλατύ χαμόγελο. «Μου είχαν πει πριν μπω στο αεροπλάνο, ότι είχε έρθει κόσμος στο αεροδρόμιο, αλλά δεν περίμενα ποτέ τέτοιο πράγμα. Χιλιάδες άνθρωποι!
Στην αρχή σάστισα, είπα μέσα μου `κοίτα, δεν πρέπει να τα θαλασσώσεις’. Αλλά ήταν πολύ όμορφο. Και με τον κόσμο, μας πήρε μόνο λίγα λεπτά για να …(λυγίζει τους δείκτες των χεριών για να σχηματίσει νοερούς κρίκους, περνάει τον ένα μέσα απ’ τον άλλο και κάνει μια κίνηση σαν να μου δείχνει μια αλυσίδα που δεν σπάει) …για να δεθούμε».
Ρωτάω αν αυτή η υποδοχή «του Μεσσία», του προκάλεσε μεγαλύτερη πίεση για να αποδώσει. «Όχι, μου αρέσουν οι προκλήσεις. Και στη Λίβερπουλ όταν πήγα, ήμουν κι εκεί η ακριβότερη μετεγγραφή τους. Όταν νιώθω πως οι οπαδοί περιμένουν πολλά από μένα, με παρακινεί, με κάνει να βάζω όλα τα δυνατά μου».
Οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού, πάντως, δεν πρέπει να έχουν κανένα παράπονο. Στην πρώτη του σεζόν πέρσι, όχι μόνο τους κέρδισε το Πρωτάθλημα μετά από οκτώ χρόνια κυριαρχίας του Ολυμπιακού, τους χάρισε και το ντάμπλ, τους «έβγαλε» και στην Ευρώπη. «Θεωρώ λανθασμένο η περσινή επιτυχία να αποδίδεται μόνο σε μένα. Δεν παίζω μονάχος στο γήπεδο! Εντάξει, έβαλα πολλά γκολ, αλλά δεν τα έκανα όλα μόνος μου. Όλη η ομάδα δούλεψε σκληρά. Και φέτος βάζω πολλά γκολ, αλλά φέτος είναι πιο δύσκολα τα πράγματα. Πέρσι υπήρχε ο παράγοντας έκπληξη, ενώ πια έχουν μάθε πώς παίζουμε και οι προπονητές, που είναι ψηλού επιπέδου εδώ στην Ελλάδα, είναι έξυπνοι και φέτος βρήκαν τις λύσεις να μας αντιμετωπίσουν».
Δεν ξέρω αν αυτό το λέει για να δικαιολογήσει την κακή κατάσταση, φέτος του Παναθηναϊκού, το σώζει όμως, στο τσακ. «Είναι δύσκολο για φέτος, αλλά θα το παλέψουμε. Κι εγώ είμαι νικητής. Θέλω να κερδίζω!».
ΑΠ’ ΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ARLES
«Βρίσκαμε διάφορα ξύλα και τα κάναμε παλούκια στα χωράφια για να παίζουμε μπάλα… Ο πατέρας μου, ήταν πολύ καλός ποδοσφαιριστής, απ’ τους καλύτερους της γενιάς του. Οι γονείς μου έφυγαν απ’ την Ακτή Ελεφαντοστού, όταν ο πατέρας μου πήρε μετεγγραφή στην Arles, που τότε έπαιζε Β’ Κατηγορία. Δεν είναι όμως λόγω του πατέρα μου που ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 2 χρονών, εκείνος έφυγε κι εμάς, μας μεγάλωσε η μάνα μου. Είμαστε εφτά αδέλφια, είχε άλλες σκοτούρες, η φτωχή. Έπαιζα ποδόσφαιρο γιατί μου άρεσε.
Νομίζω πως γεννήθηκα για να παίζω ποδόσφαιρο». Απ’ τα χωράφια της Arles, κατέληξε στην ακαδημία ποδοσφαίρου της Nimes. «Ήταν μια καθοριστική στιγμή στη ζωή μου. Ήμουν έντεκα χρονών κι έπρεπε να φύγω να πάω σε άλλη πόλη, εσώκλειστος σε ακαδημία ποδοσφαίρου, με καθολικό σχολείο – η οικογένειά μου είναι μουσουλμάνοι. Ευτυχώς η μητέρα μου είπε το ναι, κι έτσι μου δόθηκε η πρώτη ευκαιρία να κυνηγήσω τ΄όνερό μου». Το πρωί σχολείο, λοιπόν, και τ’ απόγευμα προπόνηση.
«Ναι, το έβλεπα πως ήμουν καλός. Ήδη ήμουν ψηλότερος απ’ τους άλλους και πολύ γρηγορότερος, έτσι σκεφτόμουν πως αν δούλευα την τεχνική μου, θα γινόμουν κι εγώ επαγγελματίας, όπως ο αδερφός μου. Εκείνος ήταν το είδωλο μου, ο Abou Cissé». Σε ένα τουρνουά με την Nimes τον σποτάρει ένας σκάουτερ της Auxerre. «Θυμάμαι, ακόμη την μέρα, ήταν Τετάρτη και Τετάρτες απογεύματα ήταν free, έτσι ερχόταν ο Abou και με έβγαζε βόλτα. `Με πήραν τηλέφωνο από την Auxerre. Eνδιαφέρονται για σένα’, μου είπε και εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω! Η Auxerre τότε ήταν η Βραζιλία της Γαλλίας!».
Κι έτσι στα δεκαπέντε παρά τρεις μήνες, φεύγει για την Auxerre, λίγο μετά υπογράφει επαγγελματικό συμβόλαιο και πριν κλείσει τα δεκαοχτώ κάνει το ντεμπούτο του με τους «μεγάλους». «Δεν ένιωσα παιδικά χρόνια. Σχολείο, προπόνηση, σπίτι. Την οικογένειά μου την έβλεπα μόνο Σαββατοκύριακα. Αλλά έμαθα πολλά πράγματα. Έμαθα να είμαι πειθαρχημένος, αυτόνομος, αυτάρκης, ανεξάρτητος».
ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
«Όταν κτυπάει την πόρτα σου ένας τόσο μεγάλος σύλλογος, θα είσαι τρελός αν πεις όχι. Είχαν ενδιαφερθεί και η Real, η Inter, η Milan… Αλλά εγώ διάλεξα τη Liverpool, είχαν καλούς παίκτες -τον Michael Owen, τον Steven Gerrard- προπονητής ήταν Γάλλος ο Gerrard Houllier, ήταν ομάδα που έπαιζε καλή μπάλα και κέρδιζε τίτλους». Φτάνει, λοιπόν, στο «λιμάνι», με μεταγραφή-ρεκόρ και τον αέρα του δυο φορές top scorer του γαλλικού πρωταθλήματος. Εδώ κι αν ήταν ο …Μεσσίας.
Το πρωτάθλημα ξεκινάει Αύγουστο και Οκτώβριο σπάει το πόδι του, σ’ έναν σοβαρό τραυματισμό που μπορεί και να του κόστιζε την καριέρα. «Ο γιατρός μου είπε πως θα έχανα τη χρονιά. Εγώ, όμως, ήμουν έτοιμος να κατεβώ στο γήπεδο απ’ την επομένη κιόλας! Για μένα, οι τραυματισμοί είναι κατά 80% στο «κεφάλι». Γιατί το σώμα, θα κάνει ό,τι του πει ο εγκέφαλος. Κι εγώ είμαι πολύ δυνατός πνευματικά. Νομίζω έχει να κάνει με τον τρόπο που με γέννησε η μάνα μου – δεν έχω φόβο μέσα μου. Έτσι, είπα στον εαυτό μου `δεν υπάρχει περίπτωση να χάσεις τη χρονιά. Αυτή τη σεζόν θα ξαναπαίξεις’. Επανήλθα στους πεντέμισι μήνες».
Εκείνη τη σεζόν η Liverpool πήρε το Champions League, στον πιο δραματικό, ίσως, τελικό της δεκαετίας. «Κέρδισα πολλούς τίτλους με τη Liverpool: FA Cup, UEFA Super Cup, Champions League, σε ενάμισι χρόνο! Μετά, μου είπαν πως έπρεπε να φύγω. Εγώ δεν ήθελα. Εντάξει, ούτε κι εγώ ήμουν 100% ευχαριστημένος προς το τέλος γιατί ο Benitez με έβαζε να παίζω στον άξονα, ενώ η φυσική μου θέση είναι καθαρά επιθετικός». Απ’ τη Liverpool φεύγει δανεικός στη Μarseille, από `κει επιστρέφει στην Αγγλία, και πάλι δανεικός, στη Sunderland. Και μετά ήρθε ο Παναθηναϊκός…
Τον ρωτάω αν είναι ευχαριστημένος με την μέχρι τώρα καριέρα του. «Φυσικά. Νιώθω περήφανος για ό,τι έχω καταφέρει. Και δεν μετανιώνω για τίποτε». Αφήνει πάλι το βλέμμα να ξαναφύγει μακριά απ’ την τζαμαρία και καθώς αγναντεύει τη θάλασσα, θυμάται πως θέλει να συμπληρώσει κάτι. «Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα ήθελα να αλλάξω τους τραυματισμούς μου. Γιατί ήρθαν σε κακές στιγμές… Έχασα σημαντικές διοργανώσεις με την Εθνική Γαλλίας, έχασα ένα Μουντιάλ κι ένα Euro…».
Και μιας και το ‘φερε η κουβέντα, του αναφέρω μια ημερομηνία: 7 Σεπτεμβρίου 2002. «Το πρώτο μου γκολ με την Εθνική Γαλλίας. Πώς δεν το θυμάμαι! Στη Λευκωσία, κόντρα στην Κύπρο, για τα προκριματικά του Euro 2004. Θα το γράψεις πως η Κύπρος έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου;».
LIFESTYLE
Κι επειδή η κουβέντα έχει αρχίσει να μη με …συμφέρει, γιατί αυτός έχει αρχίσει να ξύνει πληγές, λέω ν’ αλλάξω θέμα, να φύγουμε απ’ το ποδόσφαιρο να πάμε στην άλλη του εμμονή: τα αυτοκίνητα. «Πόσα έχεις;», ρωτάω δείχνοντας το μπρελόκ με τα χιλιάδες κλειδιά. «Δώδεκα. Έχω εφτά εδώ στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα είναι στην Αγγλία».
«Τι τα κάνεις όλα αυτά;», μου ξεφεύγει η απορία. «Δεν ξέρω γιατί έχω αυτό το κόλλημα με τα αυτοκίνητα. Κι εγώ θα ήθελα να βρω την απάντηση! Και το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι; Ότι δεν μπορώ να τα πουλήσω. Όταν αγοράζω ένα αυτοκίνητο, το κάνω customized, το γδύνω και το ξαναντύνω όπως θέλω. Δεν πειράζω κινητήρα, δεν έχει να κάνει δηλαδή με την ταχύτητα, μόνο με το στυλ. Θέλω να έχουν το στυλ μου, το χαρακτήρα μου. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να τα πουλήσω μετά, γιατί δένομαι και δεν θέλω να τα’ αποχωριστώ. Οπότε τα κρατάω όλα. Κι αγοράζω κι άλλα». Ρωτάω πόσα έχει ξοδέψει στα αυτοκίνητα. Ανασηκώνει τους ώμους.
«Πολλά. Το ξέρω ότι πετάω τα λεφτά μου. Δεν κάνω συλλογή. Αν ήθελα να κάνω συλλογή, θα αγόραζα άλλου είδους αυτοκίνητα, συλλεκτικά, που όσο πάει ανεβαίνει η τιμή τους. Καθώς μιλάει για τα αυτοκίνητά του, καταφέρνω να συγκρατήσω μόνο μερικά ονόματα: Mustang, Ford 32, Rolls Royce Fantome (που είναι και το ακριβότερο και το αγαπημένο του), Cadillac Escalade, Dodge Challenger, Chevrolet Camaro. «Κι από μοτοσικλέτες;». «Α όχι, αυτές δεν με ενδιαφέρουν. Τις φοβάμαι. Επικίνδυνα πράματα…».
Και περνάμε στην άλλη μεγάλη εμμονή του. «Κτύπησα το πρώτο στα 17 μου. Ένα τριαντάφυλλο στο στήθος. Όλοι κάνουμε χαζά πράματα στα 17 μας. Λίγο αργότερα, είδα σε μια ταινία έναν τύπο με ένα τατουάζ που έπιανε σχεδόν όλο το θώρακα. Εντυπωσιάστηκα. Είπα να μεγαλώσω κι εγώ το τριαντάφυλλο. Κι από τότε δεν έχω σταματήσει. Για μένα τα τατουάζ είναι μια μορφή έκφρασης, σαν την τέχνη. Έχω τον δικό μου tattoo artist, o οποίος έρχεται και μου τα κτυπάει όπου κι αν είμαι. Έχω τατουάζ παντού και τα περισσότερα είναι συμβολικά. Έχω τα ονόματα των παιδιών μου, ενώ έχω και κάνει τατουάζ για τις ομάδες που αγαπάω.
Για την Λίβερπουλ έκανα πέντε αστέρια γιατί όταν πήραμε το Champions League τόσοι ήταν οι ευρωπαϊκοί τίτλοι της. Για τον Παναθηναϊκό έκανα το τριφύλλι, πέρσι που κάναμε το νταμπλ, ενώ έχω και μια ελληνική περικεφαλαία, που αυτό συμβολίζει την αγάπη μου για την Ελλάδα». Στο out of the blue θυμάμαι την ιστορία με το σπίτι του στην Αγγλία – μέχρι τότε μόνο ο Beckham έκανε τέτοιες «παραξενιές»- και μόλις το αναφέρω, γελάει.
«Όχι, δεν ήξερα τίποτα για την ιστορία της έπαυλης. Μόλις την αγόρασα, ο μεσίτης μου λέει `Μ’ αυτό το σπίτι, έρχεται πακέτο κι ένας τίτλος. Τον θες;’. `Τι τίτλος;’. `Lord of the Manor’. Το βρήκα χαριτωμένο. `Γιατί όχι;’, του λέω. Κι έτσι έγινα ο Λόρδος Σισέ! Δεν χρησιμεύει σε τίποτα ο τίτλος. Απλά έχει πλάκα, n’ est-ce pas?». Ένας Λόρδος που φοράει φούστες, σχολιάζω! «Δεν περίμενα με τίποτε ότι θα γινόταν τόσος χαμός, με τη φούστα. Αλήθεια… Έβαλα και στη Γαλλία μια φορά, αλλά πέρασε απαρατήρητη. Ενώ στην Ελλάδα, σχολιάστηκε παντού!».
Μα κι εσύ, αγαπητέ, δεν πας να παραλάβεις βραβείο Άνδρα της Χρονιάς, με φούστα. «Αλήθεια, δεν το σκέφτηκα έτσι. Κοίταγα τι έχω στην γκαρνταρόμπα μου, την είδα μπροστά μου και είπα `οκ, ας βάλω αυτό’. Την είχα αγοράσει πέρσι από την Ιαπωνία και δεν την είχα ξαναφορέσει». Λέει ότι μετά από εκείνο το ταξίδι στην Ιαπωνία, το στυλ του έχει επηρεαστεί δραματικά. «Παλιά φόραγα flashy ρούχα, μου άρεσαν τα έντονα χρώματα, οι πολλές αντιθέσεις. Λόγω και των αφρικανικών καταβολών μου, έτσι; Πλέον όμως, αν προσέξεις, φοράω μαύρα, γκρι, άσπρα…».
Μαθαίνω πως δεν έχει στυλίστα, αγοράζει μόνος του τα ρούχα του –«μου αρέσει το shopping», θα μου απαντήσει αργότερα όταν τον ρωτάω για τι κάνει στον ελεύθερο του χρόνο- και δεν δίνει σημασία στις ετικέτες, «δεν επιδιώκω να φοράω τα ακριβά brands. Δεν μου κάνει μία αν το τάδε είναι του τάδε. Έχω κομμάτια που δεν είναι ούτε ακριβά, ούτε `μάρκα’. Σημειώνει, μόνο, πως πλέον έχει ιδιαίτερη αδυναμία στους Γιαπωνέζους σχεδιαστές… Όση ώρα μιλάμε, συμπεραίνω πως ο Djibril Cissé είναι (εκτός από ένας ελκυστικός άνδρας), ένας προσγειωμένος άνθρωπος, ώριμος, συνεσταλμένος, που έχει –σχεδόν δικαιολογημένα- τις δικές του «λόξες».
Kαμία σχέση, δηλαδή, με το «θηρίο» που βλέπω στο γήπεδο, που βρυχάται ακόμη και με τους συμπαίκτες του… «Δεν αντέχω την ήττα. Δε μου αρέσει να χάνω και προπαντός δε μου αρέσει να δίνω αφορμές στους αντιπάλους μου για να χαίρονται. Γι’ αυτό και όταν είπα ότι θέλω να φύγω, ήταν πολλοί εκείνοι που χάρηκαν. Αλλά εγώ δε θέλω να δώσω σε κανέναν την ευχαρίστηση να πει `εμείς τον κάναμε να φύγει’ και να νιώθουν ότι με νίκησαν. Οπότε, θα το ξανασκεφτώ τι θα κάνω τελικά…».
Ο Djibril με δικά του λόγια…
Μητέρα: «Αυτήν έχω ως πρότυπο γονέα και είμαι πολύ συνδεδεμένος μαζί της. Πέρασε πολλά μέχρι να μας μεγαλώσει… Με τον πρώτο μου μισθό της αγόρασα σπίτι. Προσπαθώ να της επιστρέψω όλα όσα μου προσέφερε…».
Πατρότητα: «Δεν έχω πρότυπο πατέρα, γιατί μεγάλωσα μόνο με τη μητέρα μου. Έτσι, στο μεγάλωμα των παιδιών μου ακολουθώ το ένστικτό μου. Είμαι χαζομπαμπάς. Με κάνουν ό,τι θέλουν. Όταν θέλουν καινούρια παιγνίδια, ξέρουν ότι σε μένα πρέπει να έρθουν να τα ζητήσουν».
Οικογένεια: «Είμαστε 7 αδέλφια. Έχουμε στενές σχέσεις και νιώθω πολύ συνδεδεμένος μαζί τους. Είναι σημαντική για μένα η οικογένεια. Έτσι είμαστε εμείς οι Αφρικάνοι».
Φόβοι: «Δε φοβάμαι τίποτα. Έχω γεννηθεί χωρίς φόβο μέσα μου. Μόνο μια φοβία έχω: τη φυλακή. Από μικρός έχω αυτή τη φοβία: μπας και με κλείσουν μέσα».
Σύζυγος: «Γνωριστήκαμε σε ένα εστιατόριο στο Μάντσεστερ. Δεν ήταν έρωτας απ’ την πρώτη ματιά. Σιγά-σιγά χτίστηκε. Κι όταν τραυματίστηκα, ήταν δίπλα μου. Με φρόντισε, με στήριξε, μου συμπαραστάθηκε, ήταν εκεί όταν την είχα ανάγκη. Κι έτσι είπα να την κρατήσω. Είμαστε μαζί εφτά χρόνια».
Zinedine Zidane. «Ο Ζιζού είναι ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών. Είχα την ευτυχία να παίξω μαζί του. Ήταν κάτι το απερίγραπτο. Όταν είσαι επιθετικός, έχεις πάντα την έγνοια πού είναι η μπάλα, πότε να τη ζητήσεις, πού πρέπει να τρέξεις. Με τον Ζιζού δεν είχες τέτοια έγνοια. Σε έβλεπε και κι όπου κι αν ήσουν, σου την έστελνε `λουκούμι’».
gazzetta

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...