- Η ακόλουθη περιγραφή, συναφής προς τη σύγχρονη πενιχρή πραγματικότητα. Μια ιστορία ενδεικτική για τις απεγνωσμένες προσπάθειες του λαού μας να κρατηθεί στη ζωή σε μία προηγούμενη και σοβαρή οικονομική κρίση, κατά το 1932
Η Ελλάδα, πάνω που πήγε να ορθοποδήσει από το πλήγμα της Μικρασιατικής καταστροφής βρέθηκε αντιμέτωπη όπως κι όλη η οικουμένη με τη χρεοκοπία του 1929 - 1932.
Οι άνθρωποι δεν είχαν τα απαραίτητα για να ζήσουν τις πολυάριθμες οικογένειές τους καθώς είναι γνωστό πως έκαναν πολλά παιδιά οι Έλληνες τότε.
Αναγκάζονταν λοιπόν να πουλάνε κοψοχρονιά τα ελάχιστα χρυσαφικά τους στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στους αργυραμοιβούς.
Σε ηλικία 25 χρονών, ένα πρωί με έστειλε ο πατέρας μου να πουλήσω κι εγώ ένα μενταγιόν της γιαγιάς, κειμήλιο απ΄ τις πατρίδες, για το γάμο της αδελφής μου.
Αυτό που έζησα εκείνες τις μέρες δεν περιγράφεται. Μόνο αν κανείς στεκόταν στην πρώτη αίθουσα της Τράπεζας της Ελλάδος θα μπορούσε να αντιληφθεί την τραγωδία που παιζόταν με την προσφορά χρυσών λιρών και κοσμημάτων.
Πλήθος ανθρώπων κάθε κοινωνικής τάξης και ηλικίας συνωθούνταν μπροστά στη μοναδική θυρίδα και περνούσαν ένα ψυχολογικό μαρτύριο μέχρι να καταφέρουν να πουλήσουν τα χρυσαφικά τους.
Αυτό συνέβαινε γιατί το κράτος απαγόρευε με νόμο να αγοράζουν χρυσό οι χρυσοχόοι παρέχοντας το δικαίωμα μόνο στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Από την άλλη, η τράπεζα βρέθηκε απροετοίμαστη για την εξυπηρέτηση του κοσμάκη που είτε από ανάγκη είτε από ανασφάλεια κατέκλυζε καθημερινά το γκισέ της.
Έτσι ήταν απίστευτη η ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλονταν όσοι είχαν να παραδώσουν ένα χρυσό νόμισμα. Πρώτα έπρεπε να αποταθεί ο κάθε βασανισμένος στον εκτιμητή της αξίας του κοσμήματος.
Από κει έπαιρνε έναν αριθμό και περίμενε τη σειρά του μπροστά σε άλλη θυρίδα μέχρι να κληθεί για να του ζυγίσουν το νόμισμα. Κατόπιν, με σχετικό σημείωμα πήγαινε σε άλλο υπάλληλο και μετά στο λογιστή που του έβγαζε το κοστολόγιο με βάση την τρέχουσα τιμή της ημέρας.
Και αφού του έδινε τη σχετική απόδειξη μπορούσε να πάει τελικά στο ταμείο όπου και έπαιρνε τα ελάχιστα χρήματα που ποτέ δεν έφταναν για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες του.
Πόση ώρα χρειαζόταν αυτή η διαδικασία δεν απασχολούσε, φαίνεται, κανέναν αρμόδιο αφού το ωράριο των συναλλαγών αυτών ήταν αυστηρά καθορισμένο από τις 9 μέχρι τις 12 κάθε πρωί.
Έτσι ο περισσότερος κόσμος ταλαιπωρούνταν όχι για ώρες αλλά για μέρες. Πολλοί έρχονταν στη Θεσσαλονίκη για να πουλήσουν μια ντούμπλα - όπως αποκαλούσαν χειροποίητα φλουριά και κοσμήματα.
Την αγόραζε η τράπεζα για 400 δραχμές, όσα χρειάζονταν για να φορτώσουν 100 οκάδες καλαμπόκι και να πάνε στα χωριά τους για να θρέψουν τις φαμίλιες τους.
Για να μην τα πολυλογώ, παρουσιάστηκα στην τράπεζα κι εγώ στις 9 το πρωί. Κόσμος και κοσμάκης μπροστά στη θυρίδα του εκτιμητή. Περίμενα στην ουρά μέχρι που ήρθε το μεσημέρι και η θυρίδα έκλεισε ενώ πολλοί εξακολουθούσαμε να περιμένουμε.
«Πέρασε η ώρα κύριοι. Αύριο πάλι» είπε ο σοβαροφανής υπάλληλος με τα μαύρα μανίκια. Γύρισα στο σπίτι άπραγος. Ο πατέρας με κατσάδιασε γιατί αδυνατούσε να με πιστέψει.
Την άλλη μέρα η ίδια σκηνή. Η σειρά μου δεν ερχόταν ποτέ. Και ξέρετε γιατί; Προτιμούνταν οι επιτήδειοι, οι γνώριμοι, που πήγαιναν απ΄ την πόρτα του εκτιμητή με το σημείωμα στο χέρι και με ένα νεύμα πέρναγαν.
Στο μεταξύ, οι χωρικοί σπρώχνονταν, η αστυνομία δεν επενέβαινε και στοιβάζονταν στην ουρά όλοι προσπαθώντας, αλλά μάταια. Ήρθε πάλι το μεσημέρι και πάλι πήραμε την ίδια απάντηση. «Περάστε αύριο».
Την τρίτη μέρα ίσως κατάφερναν κάποιοι χωρικοί να πουλήσουν κάτι αλλά για ποιο λόγο τόση ταλαιπωρία αφού οι 400 δραχμές της ντούμπλας θα φαγώνονταν σε διανυκτερεύσεις στα ξενοδοχεία και σε φαγητό στα εστιατόρια της Θεσσαλονίκης;
Περισσότερες πληροφορίες για την ιστορία του παλιού Ελληνικού Χρηματιστηρίου θα βρείτε στο λεύκωμα: Αγώνας Ευθύνης Σωματείον Χρηματιστηρίου Αθηνών
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου