26 Οκτωβρίου του 1986. Ημέρα Κυριακή, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου και ολόκληρος ο Θεσσαλικός κάμπος, βρίσκεται στο πόδι, εξαιτίας του μεγάλου ντέρμπι μεταξύ της Λάρισας και του ΠΑΟΚ, των δύο μεγάλων ομάδων της επαρχίας που έχουν μπει σφήνα στο πάλαι ποτέ ΠΟΚ, και διεκδικούν με αξιώσεις το πρωτάθλημα.
Ένας 29χρόνος καθηγητής ξεκινάει από το χωριό του με κατεύθυνση την Λάρισα, ούτως ώστε να επιβιβαστεί στο ΚΤΕΛ, με προορισμό την Αθήνα. Το ταξί στο οποίο επιβαίνει όμως, θα καθυστερήσει με αποτέλεσμα ο νεαρός επαρχιώτης να χάσει -για 5 λεπτά- το λεωφορείο. Το επόμενο δρομολόγιο είναι προγραμματισμένο για το απόγευμα, οπότε ο άτυχος άνδρας ρωτάει τους υπεύθυνους του σταθμού, τι θα μπορούσε να κάνει για να «σκοτώσει».. την ώρα του. Κάποιος τον συμβουλεύει: « έχει ωραίο ματς στο Αλκαζάρ σήμερα. Καλό καιρό κάνει, θα περάσεις ευχάριστα την ώρα σου». Στην αρχή είναι διστακτικός, μιας και δεν έχει πατήσει ποτέ του πόδι σε γήπεδο. Αλλά μετά το ξανασκέφτεται και παίρνει την απόφαση να πάει. « Όλα μια εμπειρία είναι σε αυτή τη ζωή. Ας πάω να δω πως είναι» συλλογίζεται.
Ο Χαράλαμπος Μπλιώνας, από το Λουτρό Ελασσόνας, ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως καθηγητής της ΣΕΛΕΤΕ. Είναι ένας απλός και ήσυχος άνθρωπος. Έχει επισκεφθεί την ιδιαίτερη του πατρίδα, με σκοπό να κανονίσει τα του αρραβώνα του με την αγαπημένη του, μια νεαρή κοπέλα από την Καβάλα. Το πρωινό της 26ης Οκτωβρίου, και αφού έχει ξεμπερδέψει με τις ετοιμασίες του αρραβώνα, αποφασίζει να πάρει το δρόμο της επιστροφής, αφού είχε την ευθύνη της μαθητικής παρέλασης, την επόμενη ημέρα. Είτε από κακό υπολογισμό, είτε από κάποιο παράξενο τερτίπι της μοίρας, ο νεαρός άνδρας βρίσκεται να ψάχνει τη θέση του στην Θύρα 1 του Αλκαζάρ, αντί για το κάθισμα του Λεωφορείου. Η συγκεκριμένη θύρα, βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τα επίσημα και θεωρείτο ως η πιο ήσυχη γωνιά του γηπέδου, γεγονός που έκανε τον Μπλιώνα να επιλέξει να καθίσει εκεί, φοβούμενος τυχόν επεισόδια ανάμεσα στους οπαδούς των γηπεδούχων και των φιλοξενουμένων. Αγοράζει μια εφημερίδα, και κάθεται μόνος του κάτω από τον προβολέα.
Η ώρα περνάει, και στην κερκίδα τα υβριστικά συνθήματα μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων, δίνουν και παίρνουν. Στο γήπεδο υπάρχει μεγάλη ένταση και 45 λεπτά περίπου πριν την σέντρα, από την πλευρά των οπαδών του Δικεφάλου, που είχαν πάρει θέσεις στο πέταλο δεξιά από τα επίσημα, ρίχνονται τρεις φωτοβολίδες προς την πλευρά των οπαδών των «βυσσινί». Οι δύο από αυτές πέφτουν στο έδαφος, ωστόσο η τρίτη -λες και την έσπρωξε κάποιο αόρατο χέρι- διαγράφει μια περίεργη τροχιά. Ο κόσμος όλος παρακολουθεί με αμηχανία ένα φλεγόμενο βέλος, να διασχίζει μια απόσταση περίπου 100 μέτρων – σχεδόν όλο το γήπεδο- και εν συνεχεία να χτυπάει στα κάγκελα της θύρας. Το θανατηφόρο βλήμα εξοστρακίζεται και αλλάζει πορεία, για να καρφωθεί στον λαιμό του ανήμπορου ν’ αντιδράσει Μπλιώνα, κόβοντας του την καρωτίδα.
Το τραύμα είναι τόσο βαρύ που ο νεαρός φίλαθλος σωριάζεται αμέσως στο έδαφος, έχοντας σφηνωμένη την φωτοβολίδα στον λαιμό του. Αμέσως μόλις οι υπόλοιποι οπαδοί της Λάρισας αντιλαμβάνονται το περιστατικό πηδούν τα κάγκελα και τρέχουν να βοηθήσουν τον άτυχο καθηγητή. Ο Γιάννης Βαλαώρας που ήταν τραυματίας και δεν αγωνιζόταν, βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς που προσπαθούν να σταματήσουν το αίμα, που βγαίνει σαν συντριβάνι από τον λαιμό. Παρόλ’ αυτά η αναμμένη φωτοβολίδα εξακολουθεί να καίει σφηνωμένη, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη την προσπάθεια των παρευρισκομένων. Ασθενοφόρο στο γήπεδο δεν υπάρχει και μην έχοντας άλλη λύση, τον ξαπλώνουν σε μια διαφημιστική πινακίδα και τον βάζουν στην…καρότσα ενός αγροτικού, αλλά ο άτυχος φίλαθλος της Λάρισας, δεν θα τα καταφέρει. Χάνει τη μάχη με τo θάνατο, καθ’ οδόν για το νοσοκομείο.
Παρά το τραγικό περιστατικό, ο αγώνας δεν αναβάλλεται. Συνεχίζεται κανονικά και η ΑΕΛ επικρατεί με 2-1. Το θλιβερό γεγονός όμως, θα επισκιάσει την μεγάλη νίκη των Θεσσαλών, και θα οδηγήσει στην λαϊκή κατακραυγή τόσο της διοργανώτριας ΕΠΟ όσο και της τοπικής ομάδας, για την συνέχιση του αγώνα, που κάτω από εκείνες τις συνθήκες έπρεπε ν’ αναβληθεί.
Λίγο αργότερα, ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης του γηπέδου θα δηλώσει: « Ήταν ένα ατυχές συμβάν», μια δήλωση που θα «παίξει» το βράδυ στο δελτίο της ΕΡΤ και θα παγώσει το πανελλήνιο. Όμως το Σώμα, διαθέτει και αξιωματικούς με ευαισθησία και αίσθημα ευθύνης. Ένας από αυτούς είναι και ο τότε αστυνομικός υποδιευθυντής ασφαλείας κ. Κράβαρης, που καταστρώνει ένα απλό και συνάμα ευφυές σχέδιο για να συλλάβει τον ένοχο. Ένα σχέδιο, που βασιζόταν στην απλή λογική ότι ο δράστης θ’ άλλαζε συνεχώς θέσεις, στην διάρκεια του αγώνα για να μην εντοπιστεί. Τοποθέτησε λοιπόν, αστυνομικούς μπροστά στην εξέδρα των οπαδών του ΠΑΟΚ, με εντολή να κοιτάζουν συνεχώς ανάμεσα τους, ενώ ταυτόχρονα παρακάλεσε ένα διάσημο τοπικό φωτορεπόρτερ, να τραβάει φωτογραφίες κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Όπερ και εγένετο. Το φιλμ εμφανίζεται και η λεπτομερής σύγκριση των φωτογραφιών, έδειξε ότι ένας νεαρός με μπουφάν έντονου χρώματος άλλαζε συνεχώς θέσεις. Κατά την αποχώρηση των οπαδών του Δικεφάλου, τον συλλαμβάνουν μαζί με άλλα 9 άτομα, που κάθονταν δίπλα του. Κατά την διάρκεια της ανάκρισης, ένας εκ των υπόπτων θα υποδείξει ως δράστη τον 20χρονο Βασίλη Θεοδωρίδη. Στο έλεγχο που γίνεται στο πατρικό σπίτι του Θεωδορίδη, θα βρεθούν φωτοβολίδες, όμοιες με αυτή που είχε σκοτώσει τον Μπλιώνα. Ο πατέρας του φερόμενου ως δράστη, ήταν ερασιτέχνης ψαράς και είχε πάντα στη βάρκα του μερικές φωτοβολίδες, σε περίπτωση που βρισκόταν σε κίνδυνο.
Γύρω στις 2 τα ξημερώματα της Δευτέρας 27 Οκτωβρίου ο Θεοδωρίδης ομολογεί την ενοχή του. «Ήταν ατύχημα. Προσπάθησα να τραβήξω το σχοινάκι, αλλά έμπλεξε. Την έστρεψα λίγο πλάγια και εμπρός αλλά εκείνη τη στιγμή ενεργοποιήθηκε», θα δηλώσει λίγο αργότερα στην κατάθεση του, την οποία θ’ ανακαλέσει έπειτα από την παρέμβαση των δικηγόρων του, αρνούμενος την κατηγορία. Το δικαστήριο δεν θα πεισθεί όμως, και θα καταδικάσει τον Θεοδωρίδη σε 8ετη κάθειρξη για φόνο. Θα εκτίσει την ποινή του στις φυλακές Βόλου, απ’ όπου θ’ αποφυλακιστεί το 1991, έχοντας επιδείξει καλή διαγωγή.