Η κρίση της Βενεζουέλας διήρκησε από τον Δεκέμβριο του 1902 έως τον Φεβρουάριο του 1903. Η κρίση πυροδοτήθηκε από την άρνηση του προέδρου της Βενεζουέλας Cipriano Castro να πληρώσει αποζημιώσεις σε Ευρωπαίους πολίτες για τη ζημιά που υπέστησαν λόγω του εμφυλίου στη χώρα αυτή.
Παρ΄ όλο που υπήρχε σε ισχύ το Αμερικανικό δόγμα Monroe, αυτό κυρίως αποσκοπούσε στο να μην μπορούν οι Ευρωπαίοι να κάνουν κατάληψη σε μια χώρα και όχι να αποτρέψει μια απλή επέμβαση. Όταν οι Αμερικανοί πήραν εγγυήσεις ότι δεν θα έκαναν κατάληψη της Βενεζουέλας, οι Ευρωπαίοι (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία) πήραν το πράσινο φως να προχωρήσουν με τον ναυτικό αποκλεισμό της Βενεζουέλας.
Αν και ο αποκλεισμός διήρκησε μόνο 2 μήνες περίπου, ένα χρόνο αργότερα η Βενεζουέλα συνθηκολόγησε και το 30% των εσόδων από τους τελωνειακούς φόρους στα λιμάνια της χώρας πήγαν προς ικανοποίηση των αξιώσεων των Ευρωπαίων.
Έως το τέλος του 1922, οι πληρωμές πολεμικών αποζημιώσεων της Γερμανίας ήταν ελάχιστες, ως αποτέλεσμα οι Γάλλοι και οι Βέλγοι αποφάσισαν να κάνουν κατάληψη του Ruhr, με σκοπό να αναγκάσουν τη Γερμανία να πληρώσει. Οι Άγγλοι ήταν αντίθετοι σε αυτή την κίνηση, αλλά οι Γάλλοι επέμεναν και τελικά η Γαλλία έκανε κατάληψη της περιοχής του Ruhr στις 11 Ιανουαρίου του 1923. Επειδή λεφτά δεν υπήρχαν, αλλά και διότι το γερμανικό νόμισμα έχανε συνεχώς αξία, η πληρωμή ήταν σε είδος, κυρίως ξυλεία και λιγνίτη.
Το αποτέλεσμα αυτής της κατάληψης ήταν μια σθεναρή αντίσταση από τον πληθυσμό και υπήρχαν αρκετά επεισόδια σαμποτάζ. Περίπου 130 πολίτες σκοτώθηκαν και τελικά οι Γάλλοι αποχώρισαν 2 χρόνια αργότερα. Η κατάληψη αυτή κατάστρεψε την οικονομία της περιοχής, αλλά παράλληλα οι Γερμανοί κέρδισαν τη συμπάθια της παγκόσμιας κοινότητας. Τόσο πολύ μάλιστα, που επαναξιολογήθηκαν οι αποζημιώσεις με το Dawes Plan (Απρίλιος 1924) και οι αποζημιώσεις μειώθηκαν αρκετά με τις πληρωμές να είναι συνολικά 2,25 δισ. μάρκα μέχρι το 1927.
Ως γνωστό οι ισλανδικές τράπεζες είχαν δανειστεί ένα βουνό λεφτά από Βρετανούς και Ολλανδούς επενδυτές. Οι τράπεζες φαλίρισαν και τα λεφτά αυτά που χρωστούσαν αυτές οι τράπεζες χάθηκαν. Η Βρετανία και η Ολλανδία βέβαια διεκδικούν θεούς και δαίμονες και απειλούν με κάθε τρόπο την Ισλανδία να φέρει πίσω τα λεφτά των επενδυτών τους. Μάταια όμως, διότι οι Ισλανδοί φορολογούμενοι ψήφισαν να μην πληρώσουν μία. Και γεννάται το ερώτημα, εδώ οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν κατάφεραν να πάρουν λεφτά από την Ισλανδία των 300.00 κατοίκων, θα πάρουν από μια πιο μεγάλη χώρα;
Ο σκοπός της σημερινής εισαγωγής είναι να σας δείξω ότι τα νταηλίκια και ο τσαμπουκάς ορισμένων στην Ευρώπη με σκοπό να αποσπάσουν αποζημιώσεις με τα όπλα ανήκουν σε μια άλλη εποχή. Οι τακτικές αυτές, ακόμα και τότε, δεν είχαν αποτέλεσμα, πόσο μάλιστα να έχουν σήμερα.
Τόσο στην περίπτωση της Βενεζουέλας όσο και στην περίπτωση της Γερμανίας, αλλά και σήμερα με την Ισλανδία, δεν μπορεί μια ομάδα επενδυτών (διότι περί αυτού πρόκειται) να έχουν αξιώσεις από ένα ανεξάρτητο κράτος και να περιμένουν να ικανοποιηθούν, όταν αυτό το κράτος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει.
Για όσους δεν το ξέρουν, το μνημόνιο και η δανειακή σύμβαση είναι δυο διαφορετικά έγγραφα. Νομικά μιλώντας, όλες οι διεθνείς δεσμεύσεις (συμβάσεις) μιας χώρας απέναντι σε μια άλλη, προκειμένου να είναι νομικά κατοχυρωμένη, πρέπει να έχουν ψηφιστεί από την αρμόδια βουλή.
Βάζοντας στην άκρη το συνταγματικό ερώτημα, του κατά πόσο δηλαδή το ψήφισμα του μνημονίου έπρεπε να γίνει με αυξημένη πλειοψηφία ή όχι από τη βουλή (που είναι ένα μεγάλο ερώτημα από μόνο του), υπάρχει και ένα άλλο θέμα. Ναι μεν το μνημόνιο ψηφίστηκε από τη βουλή, αλλά η δανειακή σύμβαση δεν πέρασε από τη βουλή.
Ποια η διαφορά; Το μνημόνιο κάνει λόγο για τα οικονομικά μέτρα που πρέπει να παρθούν, ενώ η δανειακή σύμβαση αναφέρει τους όρους των δανείων και περί υποθήκες κτλ. Η δανειακή σύμβαση να τονίσω δεν έχει περάσει από τη βουλή, αλλά έχει μόνο την υπογραφή του υπουργού (ενδεχομένως και του πρωθυπουργού δεν θυμάμαι).
Πολλοί αναφέρουν ότι η δανειακή σύμβαση επίτηδες δεν πέρασε από την Ελληνική βουλή, για να υπάρχει ένα νομικό κενό, σε περίπτωση που τα πράγματα πάνε τόσο στραβά, που μελλοντικά θα υπάρχουν διεκδικήσεις και αξιώσεις έναντι της ελληνικής επικράτειας.
Αλλά πέραν από το αν έχουν το νομικό δικαίωμα ή τη δυνατότητα ξένοι επενδυτές αλλά και ξένες κυβερνήσεις να διεκδικήσουν κρατική περιουσία στο μέλλον (που κατά την άποψη μου δεν έχουν και δεν μπορούν), το ερώτημα είναι για ποιο λόγο η ελληνική κυβέρνηση να υπογράψει ένα τέτοιο χαρτί;
Αυτά που διαβάζουμε αυτές τις μέρες περί ενεχυρίασης εσόδων και δάνεια έναντι κρατικής περιουσίας κτλ, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο. Ξανά-τονίζω, άσχετα αν αυτά δεν μπορούν να εφαρμοστούν, η κυβέρνηση αυτή δεν πρέπει να υπογράψει τίποτα προς αυτή την κατεύθυνση.
Και εδώ τώρα είναι το μεγάλο ζητούμενο. Από τη στιγμή που αυτή η κυβέρνηση δεν έχει κανένα σκοπό να εφαρμόσει τίποτα από το μνημόνιο, για ποιο λόγο το υπόγραψε; Για ποιο λόγο στη συνέχεια θέλει (αν είναι αυτός ο σκοπός) να ενεχυριάσει το οτιδήποτε, αν δεν έχει σκοπό να γίνουν πραγματικές αλλαγές, ή αν δεν μπορούμε (όπως έχουν τα πράγματα σήμερα) να τηρήσουμε αυτές τις συμφωνίες μελλοντικά;
Εκτιμώ ότι βρισκόμαστε σε αδιέξοδο και προσωπικά δεν βλέπω καμία λύση και κανένα φως στο τούνελ. Επίσης, δεν βλέπω ότι αυτή η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις. Το τι πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα της υπάρχουσας οικονομικής και πολιτικής κατάστασης ειλικρινά δεν ξέρω.
Ένα μόνο ξέρω. Αν θέλουν ορισμένοι σε αυτή τη χώρα να ενεχυριάσουν το οτιδήποτε, τότε να ενεχυριάσουν την προσωπική τους περιουσία και όχι την Ακρόπολη. Αν μη τι άλλο, αυτοί φταίνε και είναι αυτοί που κυρίως τα “έχουν φάει” και όχι οι υπόλοιποι από εμάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου